- χαρατσώνω
- χαράτσωσα, χαρατσώθηκα, χαρατσωμένος1. φορολογώ πολύ κάποιον.2. αναγκάζω κάποιον να μου δώσει κάτι παρά τη θέλησή του: Σήμερα με χαρατσώσανε οι κυρίες του εράνου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.